Απριλίου 18, 2018

Εμπειρίες Πατέρων



Από το βιβλίο: «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959)», Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου Αριζόνας, USA 2017.

(Αποσπάσματα από τις κατωτέρω σχετικές ενότητες)

Η εγκράτεια
.... Ο Γέροντας έκανε πολλά «σαραντάρια». Δηλαδή δεν νήστευε μόνο την Μεγάλη Σαρακοστή, αλλά έκανε και άλλες «σαρακοστές» όλο τον χρόνο και όταν τελείωνε η νηστεία, έβλεπε και κάποιο θεϊκό όραμα.

Κάποτε, μετά από μία μεγάλη νηστεία, είδε σε όραμα ένα τραπέζι, το οποίο εστηρίζετο σε τρία μόνο πόδια. Το ένα πόδι του είχε πέσει εντελώς κάτω, το άλλο ήταν ετοιμόρροπο και το τρίτο μόνο ήταν όρθιο, πάνω στο οποίο στηριζόταν το τραπέζι. Τότε είδε Άγγελο Κυρίου που του είπε: «Αυτό είναι το Άγιον Όρος». Πάνω σ’αυτό στηρίζεται η Ορθοδοξία.
Αυτό το όραμα το είδε περίπου το 1930 από τότε όμως έχουν περάσει περισσότερα από εβδομήντα χρόνια… άραγε πώς να είναι σήμερα;

Μετά από κάποια άλλη «σαρακοστή» είχε άλλη αποκάλυψι. Βρέθηκε μπροστά σ’έναν κάμπο γεμάτο παγίδες, μέσα από τον οποίο περνούσαν οι Αγιορείτες πατέρες. Κάθε τόσο ένας βύθιος δράκοντας έβγαζε το κεφάλι του να δή, εάν πιάνονταν οι μοναχοί. Και δυστυχώς, αρκετοί πατέρες πιάνονταν στις παγίδες του. Και πληροφορήθηκε ότι τούτο συμβαίνει κυρίως λόγω της αδιακρίτου ενασχολήσεως με τα εργόχειρα.

Μας διηγήθηκε κάποτε ο πατήρ Αρσένιος(*) ότι: «Μιά φορά πήγα σ’ένα μοναστήρι, για να πάρω λίγο παξιμάδι και ο διακονητής μου έδωσε ολόκληρο τσουβάλι.
-Είναι πολύ, του λέω.
-Όχι, πάρ’ το.
Φορτώνομαι λοιπόν, το γεμάτο τσουβάλι από την Μονή κι ένα ντορβά με διάφορα άλλα πράγματα και ανεβαίνω στην κορυφή του Άη-Βασίλη! Το ανοίγουμε με τον Γέροντα, και τί να δούμε; Ήταν όλο σκουλικιάρικο!
Εγώ σαν άνθρωπος γόγγυξα.
-Βρέ τον ευλογημένο, δεν τό ’ριχνε  στα μουλάρια; Ήταν ανάγκη να κάμω τόσον κόπον άδικα;
Τότε μου λέει ο Γέροντας:
-Γιατί άδικα, πάτερ Αρσένιε;
-Καί τί θα το κάνουμε;
-Τί θα το κάνουμε! Θα το φάμε! Αυτό μας έδωσε ο Θεός, άν μας άξιζε καλύτερο, θα μας έστελνε καλύτερο.
-Καί τί θα γίνει, Γέροντα, με τα σκουλήκια;
Σκέφτηκε λίγο ο Γέροντας και κατόπιν με ένα λαμπρό χαμόγελο απάντησε:
-Βρήκα την λύσι! Από τώρα και μπρός θα τρώμε όταν νυχτώση και έτσι δεν θα βλέπουμε τα σκουλήκια!
Και καταλήγει ο πατήρ Αρσένιος: «Έτσι κι έγινε, μέχρι που το φάγαμε όλο. Στην αρχή, ψέμα δεν λέω, δυσκολεύτηκα, αλλά τί να κάμης; Αφού το είπε ο Γέροντας! Μετά, πίστεψέ με, τό έκανε  ο Θεός τόσο νόστιμο, λές και τρώγαμε το καλύτερο γλύκισμα».

Άλλοτε πάλι για να με δοκιμάση ο Γέροντας, μόλις βράδιασε μου λέει:
-Έλα, πάτερ Αρσένιε, να παξιμαδίσουμε, πές τα γράμματα, (εννοούσε να πώ την προσευχή).
Τελειώνω το «Πάτερ ημών» και ετοιμάζομαι να παξιμαδίσω, όμως ακούω τον Γέροντα να μου λέγη:
Ας υποθέσουμε, πάτερ Αρσένιε, ότι φάγαμε, πές ευχαριστία.
Το ίδιο επαναλήφθηκε για τρείς-τέσσερις ημέρες. Στην τέταρτη οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν, διότι και την ημέρα δούλευα σκληρά και τη νύχτα σκληρότερα με την αγρυπνία.
Τότε λέω στον Γέροντα:
-Ευλόγησον, Γέροντα, άλλο δεν αντέχω, τί να κάμω;
-Έ, τότε απόψε ας φάμε, μου απαντά.
Σε τέτοιους και πιό σκληρούς ακόμη αγώνες «παρέσυρε» ο δυνατός Γέροντας Ιωσήφ, με την υπακοή, το αγαθό αυτό γεροντάκι, τον πατέρα Αρσένιο, όχι μιά ημέρα και δυό, αλλά για τριάντα περίπου χρόνια.


Ο Εγκλεισμός
.... Όταν ήθελαν ο Γέροντας και ο πατήρ Αρσένιος να κοινωνήσουν, στην αρχή πήγαιναν στην καλύβα της Κοιμήσεως που έμενε ο παπα-Βαρθολομαίος με την συνοδεία του. Επειδή όμως ο τελευταίος δεν είχε σταθερή ώρα που λειτουργούσε, γι’αυτό όταν πήγαιναν ή θα τον εύρισκαν στην αρχή της ακολουθίας ή στο μέσον ή στο τέλος της θείας Λειτουργίας. Αυτό στενοχωρούσε πολύ τον Γέροντα που ήθελε να γίνωνται όλα με τάξι, ώστε να μπορή να κάνη και την αγρυπνία του. Γι’αυτό και για να μην στενοχωριέται με την αταξία, αποφάσισε με πολλή θλίψι να απέχη για λίγο καιρό από τις θείες Λειτουργίες μέχρις ότου δώση ο Θεός λύσι.

Μία εορτάσιμη ημέρα, ύστερα από τρείς μήνες εγκλεισμού του, έστειλε τον πατέρα Αρσένιο να κοινωνήση λέγοντας του:
-Πήγαινε εσύ. Εγώ δεν θάρθω, διότι δε μπορώ να σύρω τα πόδια μου. Θα μείνω εδώ και θα συνεχίσω την ευχή. Εσύ πήγαινε στην Εκκλησία.
Έτσι κάθησε στο κελλάκι του λυπημένος, διότι δεν θα μπορούσε να κοινωνήση.
Έφυγε ο πατήρ Αρσένιος, ενώ αυτός έμεινε σκυμμένος στο σκοτεινό και μικρό κελλάκι του κι έλεγε την ευχή έχοντας βάλει τον νού μέσα στην καρδιά του. «Μού ήρθε τότε κάτι σαν παράπονο και είπα εις τον εαυτό μου: Ταλαίπωρε άνθρωπε, από τις αμαρτίες σου είσαι ανάξιος να κοινωνήσης! Όλοι οι άλλοι πατέρες θα κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων, ενώ εσύ που είσαι άχρηστος δεν θα κοινωνήσης».
Εκεί που καθόταν λοιπόν, κλαίγοντας και ελεεινολογώντας τον εαυτό του, ξαφνικά πλημμύρισε το κελλάκι του από φώς. Άνοιξε η στέγη του και κατέβηκε ένας νέος άνθρωπος με φτερά και στάθηκε μπροστά του, ήταν Άγγελος Κυρίου. «Έ, μόλις που ημπορούσα να τον ιδώ, με την όψι του ως αστραπή που ήταν. Έβαλε μέσα εις τον κόρφο του το χέρι του και έβγαλε ένα όμορφο κουτάκι, στρογγυλό, φωτεινό, όλο άπλετο Φώς ήταν, το Φώς του άλλου κόσμου. Τότε ο Άγγελος άνοιξε το κουτάκι με προσοχή και μου ένευσε να ετοιμασθώ και πήρε από μέσα μια μερίδα Άρτου με την λαβίδα.
Ευρισκόμενος υπό την επήρεια του πνευματικού αυτού φαινομένου και του μυστηρίου της Χάριτος της οπτασίας κατάλαβα αθέλητα και χωρίς να σκεφθώ –διότι σ’αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος παύει να σκέφτεται και να αισθάνεται κατά το σύνηθες- έκαμα αυτό που ο Θεός μου έλεγε να κάνω: άνοιξα το στόμα μου και με κοινώνησε λέγοντας: «Σώμα και Αίμα Χριστού, μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Ιωσήφ μοναχός». Μετά μου χαμογέλασε σεμνά ο Άγγελος, έκλεισε το σκεύος και ανελήφθη διά της στέγης. Έπειτα έγινε πάλι σκότος εις το δωμάτιόν μου».
Έσκυψε πάλι το κεφάλι του ο Γέροντας και άρχισε την προσευχή! Ωμολογούσε μετά ότι: «τόση χαρά και ευτυχία ένοιωθα, που ποτέ μου αυτή την Χάρι δεν την γεύτηκα! Μία εβδομάδα, δεν ένοιωθα ούτε ανάγκη για φαγητό και νερό. Έπαυσε κάθε λειτουργία του σώματός μου».
Ο Γέροντας Ιωσήφ αποτελεί για εμάς τους «ογδοϊτες» μεγάλο στήριγμα, και τούτο διότι με τον βίο του επιβεβαίωσε και επισφράγισε τα νηπτικά βιώματα.
Ο σύγχρονος χριστιανός διαβάζοντας ότι ωρισμένοι ξακουστοί ασκητές, που ζούσαν στην «έρημο», χωρίς ποτέ τους να συναντούν ανθρώπους, είχαν αξιωθή της δωρεάς να μεταλαμβάνουν της θείας Κοινωνίας από Αγγέλους, εξ αιτίας της χλιαρότητος δυσπιστεί σ’αυτού του είδους τις μαρτυρίες. Ιδού όμως που και στις ημέρες μας φανερώνονται γενναίες ψυχές, με πύρινο πόθο Θεού και βαθειά ταπείνωσι, με μεγάλη άσκησι και αυταπάρνησι, που καταξιώνονται των ιδίων δωρεών. Και έτσι, το παράδειγμα του Γέροντος Ιωσήφ μας διδάσκει με βροντερή τη φωνή πως η αγιότης και τα χαρίσματα των Μεγάλων Πατέρων, είναι κατορθωτά σε κάθε εποχή, ακόμη και στη δική μας.

(*) Πατήρ Αρσένιος: συνασκητής και υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου