Δεκεμβρίου 27, 2017

Η καταστροφή των Σοδόμων

Από την Παλαιά Διαθήκη(*), Γέννεσις 19,1 έως 19,29.


Κατά δε την εσπέραν έφθασαν οι δύο άγγελοι εις τα Σόδομα. Ο Λωτ εκάθητο κοντά εις την πύλην των Σοδόμων. Όταν είδε τους ξένους, ηγέρθη, επροχώρησεν εις συνάντησίν των, τους επροσκύνησε μέχρις εδάφους και είπεν· “ιδού σας παρακαλώ, κύριοι, λοξοδρομήσατε εις τον οίκον του δούλου σας να καταλύσετε εκεί, να πλύνετε τους πόδας σας και ενωρίς το πρωϊ συνεχίζετε τον δρόμον σας”. Εκείνοι είπον· “όχι. Εις την πλατείαν, στο ύπαιθρον θα διανυκτερεύσωμεν”. Ο Λωτ παρακλητικώς επίεζεν αυτούς, ώστε εκείνοι υπεχώρησαν. Επήγαν προς αυτόν και εισήλθον εις τον οίκον του. Ο Λωτ παρέθεσεν εις αυτούς δείπνον. Έψησεν άζυμον άρτον εις την φωτιά και έφαγον.
Αλλά πριν κοιμηθούν, οι άνδρες της πόλεως, οι πονηροί Σοδομίται από του νεωτέρου έως του γεροντοτέρου, όλος ο λαός μαζή, περιεκύκλωσαν την οικίαν του Λωτ, και έξω από αυτήν εφώναζον προς τον Λωτ και του έλεγαν· “που είναι οι άνδρες, οι οποίοι κατά την εσπέραν εισήλθον εις το σπίτι σου; Βγάλε τους προς ημάς έξω, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτούς” ! Εβγήκεν ο Λωτ προς αυτούς έμπροσθεν από την θύραν, την δε θύραν έκλεισεν ασφαλώς οπίσω απ' αυτόν. Είπε δε προς αυτούς· “αδελφοί, κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει να πραγματοποιήσετε το πονηρόν τούτο. Εντός του σπιτιού μου υπάρχουν αι δύο, θυγατέρες μου, παρθένοι, αι οποίαι δεν εγνώρισαν άνδρα. Θα τας φέρω προς σας και χρησιμοποιήσατέ τας, όπως σας αρέσει. Μόνον στους άνδρας αυτούς μη θελήσετε να κάμετε κάτι το κακόν, διότι εισήλθον υπό την στέγην μου και ως φιλοξενούμενοι ευρίσκονται υπό την προστασίαν μου”. Εκείνοι εξηγριωμένοι είπον εις αυτόν· “παραμέρισε από εκεί και φύγε· ήλθες από άλλην χώραν και μένεις σαν ξένος μαζή μας. Μηπως θέλεις να γίνης και δικαστής μας; Λοιπόν τώρα θα κακοποιήσωμεν περισσότερον εσέ παρά εκείνους”. Ώρμησαν εξηγριωμένοι και εχειροδίκουν εναντίον του Λωτ, τον απωθούσαν βιαίως και επλησίασαν δια να συντρίψουν την θύραν. Οι δύο άνδρες όμως άπλωσαν τα χέρια των, ετράβηξαν προς τον εαυτόν των και έβαλαν τον Λωτ εις τον οίκον και έκλεισαν ασφαλώς την θύραν του σπιτιού. Τους δε άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την θύραν, τους ετιμώρησαν όλους με τύφλωσιν από μικρού έως μεγάλου και έτσι εκείνοι απέκαμαν ψάχνοντες να εύρουν την θύραν.
 Οι δύο ξένοι είπον τότε εις τον Λωτ· μήπως υπάρχουν εδώ εις την πόλιν αυτήν γαμβροί σου η υιοί σου ή θυγατέρες ή κανένας άλλος ιδικός σου; Πάρε τους και βγάλε τους από τον τόπον αυτόν. Διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον αυτόν, επειδή η κραυγή των φοβερών ανομιών των έφθασε μεγάλη ενώπιον του Κυρίου. Και ο Κύριος μας απέστειλε να καταστρέψωμεν και να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου αυτούς και τον τόπον των”. Εξήλθεν ο Λωτ από το σπίτι του, ωμίλησε προς τους μνηστήρας των θυγατέρων του και τους είπε· “σηκωθήτε αμέσως και φύγετε μακρυά από τον τόπον τούτον, διότι ο Κύριος θα καταστρέψη την πόλιν”. Οι γαμβροί του όμως ενόμισαν ότι ο Λωτ αστειεύεται μαζή των. Κατά δε τα εξημερώματα οι δύο άγγελοι επίεζον και εβίαζαν τον Λωτ λέγοντες· “σήκω αμέσως, πάρε την γυναίκα σου και τας δύο θυγατέρας σου και φύγε έξω, δια να μη καταστραφής και συ μαζή με τους αμαρτωλούς κατοίκους αυτής της πόλεως”. Ο Λωτ και οι περί αυτόν εταράχθησαν· σαν να τα έχασαν. Οι άγγελοι επήραν τότε το χέρι του Λωτ, το χέρι της γυναικός του και τα χέρια των δύο θυγατέρων του και τους ωδήγησαν έξω από την πόλιν, διότι ο Κύριος ελυπήθη τον Λωτ. Όταν δε οι άγγελοι έφερον αυτούς έξω από την πόλιν, είπαν στον Λωτ και τας τρεις γυναίκας· “σπεύσε να σώσης την ζωήν σου, φύγε από την περιοχήν αυτήν· ούτε να στρέψετε το κεφάλι σας εις τα οπίσω, ούτε και να σταματήσετε πουθενά εις τα περίχωρα των Σοδόμων. Σπεύσατε στο απέναντι όρος, δια να σωθήτε, διότι άλλως υπάρχει φόβος να συμπεριληφθήτε και σεις εις την φοβεράν καταστροφήν”. Είπε δε ο Λωτ προς ένα από αυτούς· “Κύριε, σε παρακαλώ, αφού ο δούλος σου ευρήκεν έλεος απέναντί σου και έδειξες την μεγάλην σου καλωσύνην με το να ενδιαφερθής δια την ασφάλειαν της ζωής μου, εγώ δεν θα ημπορέσω και δεν θα προλάβω να φθάσω στο όρος εκείνο. Φοβούμαι, μήπως με προλάβουν αι επερχόμεναι τιμωρίαι και χάσω την ζωήν μου. Ιδού η πόλις εκείνη ευρίσκεται κοντά· εκεί ημπορώ να καταφύγω. Μικρά δεν είναι αυτή η πόλις; Διατί να καταστροφή; Εάν μου κάμης αυτήν την χάριν, θα σωθή η ζωη μου από σέ”. Είπεν εις αυτόν ο άγγελος· “ιδού· εθαύμααα εγώ την καρδίαν σου, εδέχθην την παράκλησίν σου και χάρις εις αυτήν δεν θα καταστρέψω την μικράν εκείνην πόλιν, δια την οποίαν με παρεκάλεσες. Λοιπόν, σπεύσε εκεί να σωθής. Εγώ δεν θα αποστείλω την καταστροφήν, μέχρις ότου συ φθάσης εκεί”. Διά τούτο εκάλεσε το όνομα της πόλεως εκείνης “Σηγώρ”. Ανέτειλεν ο ήλιος εις την χώραν εκείνην και ο Λωτ έφθασεν ασφαλής εις την Σηγώρ. Και τότε ο Κυριος έβρεξεν επάνω εις τα Σόδομα και Γόμορρα θειάφι και έρριψεν από τον ουρανόν φωτιά και κατέστρεψεν αυτάς τας πόλεις και όλην την περίχωρον και όλους τους κατοίκους των πόλεων και κάθε τι, που εβλάστανεν εις την χώραν εκείνην. Η σύζυγος του Λωτ, περίεργος καθώς ήτο και παρά την εντολήν του αγγέλου, έστρεψε την κεφαλήν εις τα οπίσω, δια να ίδη την καταστροφήν· και αμέσως έγινε στήλη άλατος.
Ο δε Αβραάμ εσηκώθη από τα χαράματα και μετέβη εις τον τόπον, όπου χθες είχε σταθή ενώπιον του Κυρίου. Προσήλωσε τα βλέμματά του εις τα Σόδομα και Γόμορρα και εις την περιοχήν αυτών και είδε· και ιδού ανέβαινεν φλόγα από την γην, όπως βγαίνει ο καπνός από το καμίνι. Όταν ο Θεός είχε πάρει την απόφασιν να καταστρέψη τας πόλεις της περιοχής εκείνης, ενδιεφέρθη δια τον Αβραάμ και απεμάκρυνε τον Λωτ από την φοβεράν εκείνην καταστροφήν, ότε κατέστρεψε τας πόλεις εις τας οποίας κατοικούσε ο Λωτ.
...............................................
(*)ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: το αρχαίο ελληνικό κείμενο με ερμηνευτική απόδοση από τον Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα, η οποία έχει ληφθεί από την ιστοσελίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου