Ιανουαρίου 14, 2018

Ο Θεός εμφανίζεται στον Μωυσή

Από την Παλαιά Διαθήκη(*), Έξοδος 3,1 έως 3,16.

Ο Μωυσής εποίμαινε τα πρόβατα του πενθερού του Ιοθόρ, του ιερέως αυτού της χώρας Μαδιάμ και έφερεν αυτά κάποτε πέραν από την έρημον στο όρος Χωρήβ. Εκεί εφανερώθη προς αυτόν άγγελος Κυρίου εις φλόγα πυρός, η οποία εξήρχετο από την βάτον. Παραδόξως η βάτος εκείνη εφλέγετο, άλλα δεν κατεκαίετο. Ιδών τούτο ο Μωυσής είπεν· “ας πλησιάσω εκεί να ίδω το θαυμαστόν τούτο φαινόμενον της βάτου, η οποία φλέγεται αλλά δεν κατακαίεται”. Όταν ο Κύριος είδεν ότι ο Μωυσής πλησιάζει να ίδη το φαινόμενον, εκάλεσεν αυτόν από την βάτον λέγων· “Μωυσή, Μωυσή”! Εκείνος δε είπε· “τι είναι; Τι συμβαίνει;” Ο Θεός απήντησε· “μη πλησιάσης εδώ· λύσε και βγάλε τα υποδήματά σου, διότι ο τόπος, όπου ίστασαι, είναι γη αγία”! Και προσέθεσεν εν συνεχεία· “εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”.
Γεμάτος ιερόν δέος ο Μωυσής εγύρισεν αλλού το πρόσωπον, διότι ένεκα φόβου και σεβασμού δεν ετόλμα να ρίψη τα βλέμματά του προς τον Θεόν, που ήτο ενώπιόν του. Είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν· “είδα πολύ καλά και εγνώρισα την βαρείαν ταλαιπωρίαν του λαού μου εις την Αίγυπτον και ήκουσα την κραυγήν των, η οποία βγαίνει από τα στήθη των εξ αιτίας της σκληράς καταπιέσεως των επιστατών εις τα έργα. Εγνώρισα πολύ καλά την οδύνην αυτών, και κατέβηκα να ελευθερώσω αυτούς από την δουλείαν των Αιγυπτίων, να τους βγάλω από την χώραν της Αιγύπτου και να τους οδηγήσω εις χώραν εύφορον και μεγάλην, εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι, στον τόπον τον οποίον σήμερον κατέχουν οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι. Και τώρα ιδού, η γοερά κραυγή των Ισραηλιτών έχει φθάσει προς εμέ, και είδα εγώ την μεγάλην των θλίψιν, με την οποίαν οι Αιγύπτιοι τους καταθλίβουν. Έλα, λοιπόν, τώρα και θα σε στείλω προς τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου, δια να βγάλης συ από την χώραν της Αιγύπτου τον λαόν μου, τους Ισραηλίτας”. 
Απήντησεν ο Μωυσής προς τον Θεόν· “τι είμαι εγώ, Κύριε, ώστε να μεταβώ προς τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου και να βγάλω τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτον;” Ο Θεός είπε προς τον Μωυσέα· “θα πράξης τούτο, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου. Αυτό δε θα είναι δια σε σημείον και απόδειξις ότι εγώ σε αποστέλλω, δια να ελευθερώσης συ τον λαόν μου από την Αίγυπτον και λατρεύσετε τον Θεόν στο όρος τούτο”. Ο Μωυσής είπε προς τον Θεόν· “ναι, Κύριε, αλλά όταν εγώ μεταβώ προς τους Ισραηλίτας και είπω προς αυτούς ότι ο Θεός των πατέρων μας με έστειλε προς σας, εκείνοι θα με ερωτήσουν· Ποιό είναι το όνομά του; Εγώ τι θα απαντήσω προς αυτούς;”  Είπε προς αυτόν ο Θεός· “Εγώ είμαι ο Ων, ο υπάρχων, ο έχων από τον εαυτόν μου και στον εαυτόν μου την απειροτελείαν και αιωνίαν ύπαρξιν. Έτσι θα ομιλήσης προς τους Ισραηλίτας· Ο Ων με έχει αποστείλει προς σας”. Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Μωυσέα· “κατ' αυτόν τον τρόπον θα ομιλήσης προς τους Ισραηλίτας· Κύριος ο Θεός των πατέρων μας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ με έχει στείλει προς σας· τούτο το όνομά μου, “ο Ων” θα είναι όνομα αιώνιον και με αυτό θα με ενθυμούνται όλαι αι γενεαί των γενεών....

-----------------------------------------
Από την Παλαιά Διαθήκη(*), Έξοδος 4,1 έως 4,18.

Ο Μωυσής απήντησε προς τον Θεόν· “εάν δεν με πιστεύσουν, εάν δεν υπακούσουν εις τα λόγια μου, διότι είναι ενδεχόμενον να είπουν ότι δεν εφανερώθη εις σε ο Θεός, τι θα απαντήσω εγώ τότε προς αυτούς;” Του είπε δε ο Κύριος· “τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;” Εκείνος είπε· “ράβδος”. Του είπεν ο Θεός· “ρίψε αυτήν κατά γης”. Ο Μωυσής την έρριψεν εις την γην και η ράβδος έγινεν όφις. Ο Μωυσής φοβηθείς έφυγεν από τον όφιν αυτόν. Είπε τότε ο Θεός στον Μωυσήν· “άπλωσε το χέρι σου και πιάσε το φίδι από την ουράν”. Όταν ο Μωυσής το έπιασεν, έγινεν ο όφις στο χέρι του πάλιν ράβδος. “Αυτό το σημείον θα κάμης, δια να πιστεύσουν τους λόγους σου οι Εβραίοι, ότι όντως εφανερώθη εις σε ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”. Είπε δε πάλιν εις αυτόν ο Κύριος· “βάλε το χέρι σου στον κόρφον σου”. Ο Μωυσής εισήγαγε το χέρι του στον κόρφον του, το έβγαλε από τον κόρφον του και έγινε το χέρι του λευκό, ωσάν το χιόνι. Του είπε πάλιν ο Θεός· “βάλε το χέρι σου στον κόρφον σου”. Έβαλε το χέρι του στον κόρφον του, το έβγαλεν από εκεί, και το χέρι του αποκατεστάθη και πάλιν εις την φυσικήν του προτέραν υγιά χροιάν. “Εάν δε δεν σε πιστεύσουν, και δεν πεισθούν εις την μαρτυρίαν του πρώτου θαύματος, θα πιστεύσουν εις την μαρτυρίαν του δευτέρου θαύματος. Εάν όμως δεν πιστεύσουν εις τα δύο αυτά σημεία και δεν υπακούσουν εις τα λόγια σου, τότε θα πάρης νερό από τον ποταμόν, θα το χύσης στο ξηρόν έδαφος και θα γίνη το νερό, που θα έχης λάβει από τον ποταμόν, αίμα επάνω στο ξηρόν έδαφος”. 
Περιδεής ο Μωυσής δια την σοβαρότητα της αποστολής του είπε προς τον Θεόν· “Κύριε, σε παρακαλώ θερμώς, δεν έχω την ικανότητα εγώ να ομιλώ ούτε από την χθεσινήν ημέραν ούτε από την προχθεσινήν, από πολύν δηλαδή χρόνον, και μάλιστα από την στιγμήν, που ήρχισες συ ο Θεός να ομιλής προς εμέ τον δούλον σου! Εγώ έχω αδύνατον την φωνήν, είμαι δε και βραδύγλωσσος”. Είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν· “ποιός έδωκε στόμα στον άνθρωπον, ποιός έκαμε βαρήκοον και κωφόν, βλέποντα ή τυφλόν; Ουχί εγώ ο Θεός; Και τώρα πήγαινε και εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και θα σε καθοδηγήσω περί του τι πρέπει να είπης”. Πάλιν ο Μωυσής είπε· “θερμώς σε παρακαλώ, Κύριε, ανάδειξε κάποιον άλλον ικανόν, τον οποίον και να αποστείλης δια το έργον αυτό”. Ωργίσθη ο Θεός εναντίον του Μωυσέως και του είπεν· “ιδού ο Ααρών ο Λευΐτης δεν είναι αδελφός σου; Σου καθιστώ γνωστόν ότι αυτός αντί σου θα ομιλή. Αυτός θα εξέλθη εις συνάντησίν σου και όταν σε ίδη, θα χαρή με όλην του την καρδιά. Συ θα ομιλής προς αυτόν και θα θέτης τα λόγια μου στο στόμα του. Εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα εκείνου και θα σας καθοδηγήσω εις εκείνα, τα οποία θα κάμετε. Αυτός θα ομιλή αντί σου προς τον λαόν, αυτός θα είναι το στόμα σου, συ δε θα είσαι εις αυτόν αντί του Θεού, διότι από εμέ θα λαμβάνης και θα μεταφέρης τας εντολάς. Την δε ράβδον αυτήν, η οποία μετεβλήθη εις όφιν, θα πάρης στο χέρι σου, και με αυτήν θα κάμης τα σημεία, που σου είπα”.
Υπήκουσεν ο Μωυσής εις την διαταγήν του Θεού, ανεχώρησεν από εκεί, επέστρεψε προς τον πενθερόν του τον Ιοθόρ και του είπε· “θα υπάγω και θα επανέλθω προς τους αδελφούς μου εις την Αίγυπτον, δια να ίδω, εάν ακόμη ζουν”. Ο Ιοθόρ είπε προς τον Μωυσήν· “πήγαινε στο καλό». Έπειτα από ικανόν χρόνον, απέθανε κατά τας ημέρας εκείνας ο βασιλεύς της Αιγύπτου.
 
...........................................
(*)ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: το αρχαίο ελληνικό κείμενο με ερμηνευτική απόδοση από τον Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα, η οποία έχει ληφθεί από την ιστοσελίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου