Από
την Παλαιά Διαθήκη(*), Γέννεσις 13,1 έως 13,18.
Ο Άβραμ και η σύζυγός του
με όλα τα υπάρχοντά των και ο Λωτ μαζή με αυτόν, έφυγον από την Αίγυπτον και
ήλθον εις την έρημον περιοχήν, εις τα νότια μέρη της Χαναάν. Ήτο δε ο Άβραμ
πολύ πλούσιος εις ζώα, εις άργυρον και εις χρυσόν. Από δε την έρημον αυτήν επορεύθησαν
έως εις την Βαιθήλ και άκριβώς στο μέρος εκείνο, όπου προηγουμένως ο Άβραμ είχε
στήσει την σκηνήν του, μεταξύ Βαιθήλ και Αγγαί· εις την τοποθεσίαν, όπου
έκτισεν, αμέσως μόλις είχε φθάσει προηγουμένως, θυσιαστήριον προς τιμήν του
Θεού, του οποίου το όνομα είχεν επικαλεσθή. Και ο Λωτ, ο οποίος συνεπορεύετο
μαζή με τον Άβραμ, είχεν επίσης πρόβατα και βόδια και ιδικόν του υπηρετικόν
προσωπικόν, σκηνίτας.
Επειδή δε τα πρόβατα, τα
ζώα και τα άλλα υπάρχοντα του Άβραμ και του Λωτ, ήσαν πολλά και δεν τα εχωρούσε
όλα μαζή η περιοχή εκείνη, έγινε φιλονεικία μεταξύ των ποιμένων του Άβραμ και
των ποιμένων του Λωτ. Τότε δε κατοικούσαν την Χαναάν εκτός των Χαναναίων και οι
Φερεζαίοι. Είπε δε ο ειρηνικός Άβραμ στον Λωτ· “δεν πρέπει να υπάρχουν
φιλονεικίαι και έριδες μεταξύ μας ούτε μεταξύ των ποιμένων μου και των ποιμένων
σου, διότι ημείς είμεθα συγγενείς, είμεθα αδελφοί. Διατί να φιλονεικούμεν; Εις
την διάθεσίν μας δεν ευρίσκεται όλη αυτή η χώρα; Λοιπόν ας χωρισθώμεν. Πήγαινε
συ, όπου θέλεις. Εάν μεταβής εις αριστερά, εγώ θα πορευθώ εις τα δεξιά· εάν συ
υπάγης δεξιά, εγώ θα προχωρήσω αριστερά”.
Ο Λωτ εσήκωσε τα μάτια του, επεθεώρησε με προσοχήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Είδεν ότι όλη αυτή μέχρι Ζόγορα εποτίζετο και είχε πλουσίαν βλάστησιν, και ότι, πριν ο Θεός καταστρέψη τα Σόδομα και Γόμορρα, εφαίνετο σαν παράδεισος του Θεού και σαν την χώραν της Αιγύπτου που ποτίζεται από τον Νείλον ποταμόν, και επροτίμησεν όλην αυτήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Επήρε τα υπάρχοντά του και μετέβη προς ανατολάς. Έτσι δε εχωρίσθησαν μεταξύ των οι δύο αυτοί συγγενείς, ο θείος και ανεψιός. Ο Άβραμ έμεινε και κατώκησεν εις την γην Χαναάν, ο δε Λωτ εις μίαν πόλιν πέραν από τα μέρη του Ιορδάνου και έστησε την σκηνήν του εις τα Σόδομα. Οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν πάρα πολύ πονηροί και αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού.
Ο Λωτ εσήκωσε τα μάτια του, επεθεώρησε με προσοχήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Είδεν ότι όλη αυτή μέχρι Ζόγορα εποτίζετο και είχε πλουσίαν βλάστησιν, και ότι, πριν ο Θεός καταστρέψη τα Σόδομα και Γόμορρα, εφαίνετο σαν παράδεισος του Θεού και σαν την χώραν της Αιγύπτου που ποτίζεται από τον Νείλον ποταμόν, και επροτίμησεν όλην αυτήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Επήρε τα υπάρχοντά του και μετέβη προς ανατολάς. Έτσι δε εχωρίσθησαν μεταξύ των οι δύο αυτοί συγγενείς, ο θείος και ανεψιός. Ο Άβραμ έμεινε και κατώκησεν εις την γην Χαναάν, ο δε Λωτ εις μίαν πόλιν πέραν από τα μέρη του Ιορδάνου και έστησε την σκηνήν του εις τα Σόδομα. Οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν πάρα πολύ πονηροί και αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού.
Αφού ο Λωτ, ιδιοτελώς σκεπτόμενος, εχωρίσθη από τον Άβραμ,
είπεν ο Θεός στον πράον και μεγαλόκαρδον Άβραμ· “σήκωσε τα βλέμματά σου, ίδε
ολόγυρα από τον τόπον όπου τώρα ευρίσκεσαι, προς Βορράν και Νότον, προς
Ανατολάς και Δυσμάς, διότι όλην αυτήν την γην, την οποίαν βλέπεις, θα την δώσω
εις σε και στους απογόνους σου εις τους αιώνας. Και θα πληθύνω τους απογόνους
σου ωσάν την άμμον της γης. Εάν κανείς ημπορή να μετρήση την άμμον της θαλάσσης
θα δυνηθή να μετρήση και τους ιδικούς σου απογόνους. Σηκω, διόδευσε την χώραν
αυτήν κατά μήκος και κατά πλάτος, δια να την γνωρίσης καλά, διότι εις σε και
στους απογόνους σου θα την δώσω ως παντοτεινήν κατοικίαν σας”. Έπειτα από
αυτά ο Άβραμ εσήκωσε την σκηνήν του, επήρε τα υπάρχοντά του και ελθών
εγκατεστάθη πλησίον εις την δρυν Μαμβρή, η οποία ευρίσκετο εις την Χεβρών, εκεί
και έκτισε θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου.
……………………………….
(*)ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: το αρχαίο ελληνικό κείμενο με
ερμηνευτική απόδοση από τον Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα, η οποία έχει ληφθεί από την ιστοσελίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου